- καταβαρώ
- καταβαρῶ, -έω (Α)1. πιέζω, ωθώ κάτι με μεγάλο βάρος προς τα κάτω2. μτφ. επιβαρύνω, καταπιέζω, καταφορτώνω3. παθ. καταβαροῡμαι, -έομαιζυγίζω περισσότερο από το κανονικό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταβαρῶ — καταβαρέω weigh down pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταβαρέω weigh down pres ind act 1st sg (attic epic doric) καταβαρέω weigh down pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταβαρέω weigh down pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβάρησις — καταβάρησις, ἡ (Α) [καταβαρώ] 1. ώθηση ή πίεση προς τα κάτω 2. ηθική πίεση που γίνεται με βίαιο τρόπο … Dictionary of Greek